Οι Αθεοι του Σύριζα ξαναχτυπούν!

Ανοίγουν το Τριώδιο κε καίνε το διόδιο!

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Έγκλημα στην Τζατζουφιά -5-

Κεφ 5. Δέκα Μικροί Νέγροι 

«Σε ακούω, αδερφέ Σόλωνα.»
«Μάθαμε ότι ο δολοφόνος είχε πολύ φιλική  σχέση με το θύμα. Τόσο μεγάλη ίσως που άκουσε για το ημερολόγιο και την κληρονομία από το ίδιο το θύμα κάποιες μέρες ή ώρες πριν τον δολοφονήσει. Όταν το αποφασίζει, παίρνει ένα ξίφος από την συλλογή του θύματος που προφανώς αν ψάξουμε καλά μέσα στο σπίτι θα την βρούμε και αποφασίζει να δράσει. Ο Κόμης εκείνη την ώρα βρίσκεται στο γραφείο και επεξεργάζεται τις οδοντογλυφίδες του Ναπολέοντα που μόλις του έχουν σταλεί. Δεν ξαφνιάζεται από τον δολοφόνο που μπαίνει κραδαίνοντας ένα σπαθί. Είναι φίλος του. Ξαφνιάζεται όμως όταν εκείνος αρχίζει να τον απειλεί ζητώντας του το ημερολόγιο. Προσοχή τώρα, δόκτωρ Φλάντζα! Ο Κόμης στέκεται μπροστά στη βιβλιοθήκη σε τέτοια θέση ώστε ο δολοφόνος στο έξω μέρος του γραφείου, δεν μπορεί να δει από που το έβγαλε. Του το φέρνει και αυτός το ανοίγει κατευθείαν στο Κεφάλαιο 13. Όμως το Κεφάλαιο λείπει!»
«Λείπη;»
«Λείπει! Ο Κόμης είχε αποφασίσει να σκίσει ο ίδιος τις σελίδες του Κεφαλαίου και να τις κρύψει άλλου για περισσότερη ασφάλεια. Ο δολοφόνος θυμώνει. Ακολουθεί λογομαχία στην οποία προσπαθεί να τον εκβιάσει για να μάθει που είναι κρυμμένες. Πάνω στον καυγά τον μαχαιρώνει.»
«Κε οι σελίδες;»
«Δεν ξέρουμε αν τις βρήκε. Έβαλε όμως πίσω το ημερολόγιο από κει που νόμιζε ότι το είχε βγάλει ο Κόμης, πήρε πολύ προσεκτικά ώστε να μην αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα το κουτί με τις οδοντογλυφίδες και έφυγε. Στη συνέχεια στις ταχυδρομεί να σε ενοχοποιήσει και το ίδιο βράδυ κάνει την καταγγελία για φόνο.»
«Να σε ρωτήσω κάτι ρε Σόλωνα; Παίρνης φάρμακα; Ακολουθής κάποιου είδους φαρμακευτικήν αγωγήν; Πολύ οξυδερκής μου έγινες  τελευταία!»
«Πάντα ήμουν! Θυμάσαι πόσο καλά σου περιέγραψα την διαδρομή για να έρθεις να με βρεις όταν με είχαν απαγάγει;  Απλώς αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ότι είμαι και ολίγον τρελός!»
«Ολίγον…»
«Εντάξει! Θεοπάλαβος! Να επιστρέψουμε σε παρακαλώ στο έγκλημα;»
«Συμφωνώ. Εσύ που θα έκρυβες ένα τόσο σημαντικό έγγραφο;»
«Σίγουρα όχι στο συρτάρι, αλλά σε κάποια κρυψώνα. Πρέπει να παραδεχτείς ότι σ’ ένα δωμάτιο με τόσες προθήκες και εκθέματα κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό.» Έριξε ένα βλέμμα στον χώρο  κε είπε: «Ας πούμε, τι θα έλεγες για αυτά τα 10 μικρά νεγράκια που χαμογελάνε πάνω στο ράφι δίπλα στον σκελετό μιας σομπολόρνηθας




«Κακόγουστα, ρατσιστικά κε κακοφτιαγμένα. Ταιριάζουν σίγουρα στο απαίσιο στυλ του Κρουτόν!»
«Ειδικά το τέταρτο από τα αριστερά δόκτορα. Κεφάλαιο 13 να σου θυμίσω. 1+3=4. Μοιάζει να μην είναι ίδιο με τα υπόλοιπα.»
Δια μιαν ακόμην φορά έπρεπε να παραδεχθώ ότι είχε δίκιο. Κατεβάσαμε το τέταρτο νεγράκι, το ψάξαμε από δω, το ψάξαμε από κει, το γυρίσαμε τούμπα, δοκιμάσαμε αν μπορή να ξεβιδωθή το κεφάλι, αλλά τζίφος. Φαίνεται πως το ένστικτό του αδερφού μου αυτή τη φορά έκανε λάθος. Ήταν ένα κοινό αγαλματάκι από γύψο.
«Για πιάσε ένα από τα διπλανά» , μου κάνη. «Οποιοδήποτε»
 Αυτά μάλισθα.Ουχί μόνον ήταν πιο ελαφριά  απο το τέταρτο, άρα κε κούφια, αλλά μπορούσες να ανοίξης  το καπάκι από τον πάτο ώσθε να κρύψης μέσα πράγματα.
«Εχης ένα σουγιά να τα ανοίξωμεν;»
«Δεν χρειάζεται να τα ψάξουμε δόκτορα. Είμαι σίγουρος πως όποιο και αν ανοίξουμε δεν θα βρούμε αυτό που θέλουμε. Ξέρεις γιατί το συγκεκριμένο είναι τόσο  διαφορετικό;   Επειδή ο δολοφόνος έμαθε ότι το έγγραφο βρισκόταν στο τέταρτο, το πήρε και βιάστηκε να το αντικαταστήσει με αυτό εδώ. Ένα νεγράκι ίδιο με τα υπόλοιπα, που βρίσκονται μέσα του οι σελίδες, το έχει αυτός!»
«Αυτό το κατάλαβα! Μη με κάνης να φαίνομαι τόσο ηλίθιος στας αναγνώστας μου!»
Αποφασίζοντας να το παίξω κε εγώ ολίγον ντετέκτιβ κοίταξα το χάρτινο αυτοκολητάκι στο πάτο του γύψινου αγαλματιδίου : «ΙΑΣΩΝ ΣΑΡΔΕΛΟΜΑΤΗΣ: ΚΑΚΟΥΓΟΥΣΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ, ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΑ ΚΗΠΟΥ ΚΑΙ  ΙΧΘΥΟΠΩΛΕΙΟΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΓΙΟ ΜΟΥΣΙ.»
«Νομίζω πως αυτή τη φορά εγώ είμαι αυτός που βρήκα το επόμενο βήμα μας», είπα εις τον Σόλωνα βγάζοντας του τη γλώσσα.

Συνεχίζεται...



Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Έγκλημα στην Τζατζουφιά -4-

Κεφ 4: Το Κεφάλαιο.

Η έπαυλη του Κόμη Ασετόν Κρουτόν ήταν περιτριγυρισμένη από ένα ψηλό τοίχο με κισσούς κε τσουκνίδες. Εξωτερικά, ο κήπος κε το κτίσμα έμοιαζε περισσότερο με το πως έπρεπε να είναι αληθινά το σπίτι της Οικογένειας Άνταμς κε όχι όπως το είχαν φτιάξη δια την τηλεοπτικήν σειράν.  Οι πόρτες ήσαν παραβιασμένες. Παραμερίσαμε τας κορδέλας που είχε βάλη η αστυνομία δια τους περίεργους (διαπιστώνοντας πόσο αναποτελεσματικές είναι) κε μπήκαμε μέσα.
«Τι ωραίο σπίτι!» είπε ο Σόλων χαζεύοντας την μεγάλη του σάλα. «Έχω όμως το  αίσθημα πως έχω ξαναμπεί.»
«Φυσικά κε το έχης, αγαπητέ αδερφέ μου. Ο κερατάς ο Κρουτόν αντέγραψε τα σχέδια του δικού μου σπιτιού. Κοίτα! Ακόμα κε το τραπεζάκι με τους λογαριασμούς είναι στην ίδια θέση με το δικό μου!»
«Οπότε, αν είναι όλα ίδια  δεν θα χάσουμε χρόνο να βρούμε και το γραφείο στο οποίο έγινε ο φόνος.»
«Σε παρακαλώ, Σόλων, μην είσαι τόσο λογικός. Με τρομάζης!»

 Το γραφείο του βρισκόταν πραγματικά στην ίδια θέση με το δικό μου. Ακριβώς πίσω  του δέσποζε το πορτραίτο του Κρουτόν,  ενώ αριστερά κε δεξιά του υπήρχαν προσθήκες με βιβλία, εκθέματα, αγάλματα κε περίεργα αντικείμενα, μέρος της τεράστιας συλλογής του. Στο χαλί κάτω από το γραφείο, φτιαγμένον το περίγραμμα του θύματος απ' απ την αστυνομίαν . Έσκυψα να δω την κηλίδα του αίματος από την πληγή. Ήταν πράγματι από ξίφος. Αλλά όχι του δικού μου.
«Γιατί στο ράφι στης βιβλιοθήκης με τα χοντρά κόκκινα βιβλία μοιάζει να λείπει ένα μεγάλο;», ρώτησε ο Σόλων. Είχε δίκιο. Υπήρχε κάτι ανορθόδοξο εις την τοποθέτισιν.
«Συγκεκριμένα» απάντησα  παρατηρώντας την πιο προσεκτικά, «ένα κόκκινο χοντρό βιβλίο φαίνεται να  έχη μπη βιαστικά στο ράφι με την σπάνια συλλογή από ΜΠΛΕΚ.» είπα τραβώντας το από κει. «Η ΣΥΓΛΛΟΓΗΜ ΜΟΥ» έγραφε με τα γνωστά λεπτά κε συρτά γράμματα του Κρουτόν.  

«Η  βιογραφίαν του ή το ημερολόγιον του!», είπα κοιτώντας  τυχαία στο Κεφάλαιο 12. «Ελπίζω τουλάχιστον να μην γράφη όπως μιλούσε, δηλαδή με αυτά τα εκνευριστικά κχγ, τσζζζ κε πφφρ, ούτε να τελειώνη την κάθε λέξη του σε Μ!»   Άρχισα να διαβάζω:
«…του Βλατζα! Εμβιτέλους  κατάφεγα να ντου πφάρω μέσα απφο ντα κχέριαμ του ντο βουστάγκιμ  ντου  Καγαϊσκάκημ βχωρίζ ντα μπφορέσει ντα κγάνει τίπβοταμ!—α, το κάθαρμα! Α, τον απατεώνα!» εκνευρίστηκα . «…Πραγκμαμ μπου αποθυκνύει μπφως είμβαι κγαλύντεροζ αμπ’ αβντόμ! Κγχι κγχι κγχι!- Α, το λαμόγιο!- Τι έγχει ντηλαδήμ ο Βλάτζαζ κγιά ντα είνται κγαλύντεροζ αμπό εμέναμ; Εγκχώ έκχω μεγκχαλύρερημ συγλλογήμ αμπό αβντόμ ντημ ομποίαμ όνδαμ μπεφάνω δα ντημ χαγίσω σντα μπουζείαμ! Εγκτόζ…-άκου εδώ Σόλων- Εγκτόζ αντ μπάθω κγάτι  γκαι μπε θολοβωνήζει ο Βλάτζαζ. Ζε αβτήμ ντημ μπφερίπτωσημ η συγλλογήμ δα κγληγονομιθεί  ζε έντα μπολύμ ακγαμπημπέντομ μπου μπγώζοπομ γκιά ντο ομποιόμ δα μπιλίσω ζτο εμπόμενομ κεβάλαιομ…»

Γύρισα σελίδα, αλλά γκανταζτροβήμ! Εεεε, συγγνώμην! Καταστροφήν!  Οι σελίδας ήτω σκισμένας  πηγαίνοντας κατευθείαν από το Κεφάλαιον 12 εις το Κεφάλαιον 14!
«Κατάλαβες, Σόλωνα; Όποιος κε αν ήταν ο δολοφόνος, ήταν αγαπημένον πρόσωπον του Κόμη το οποίο ήξερε δια ημερολόγιον κε την κληρονομιά. Αφού τον σκότωσε με σπαθί, έσκισε το Κεφάλαιο 13 που τον αναφέρη κε έφυγε ξαναβάζοντας το ημερολόγιον πίσω στην βιβλιοθήκην, αλλά ευτυχώς δια εμάς εις λάθος θέσιν! Έχουμε το κίνητρο, έχουμε το διατί με  παγίδεψαν, μας λείπη μόνο η ταυτότητα του δολοφόνου!»
Ήμουν τρομερά ενθουσιασμένος. Ο Σόλων απ την άλλη παρέμενε σοβαρός. Πιο σοβαρός, πεθαίνης.
«Το σενάριο σου έχει μια βάση, αδερφέ Δωρόθεε, αλλά όχι απόλυτη, Υπάρχουν σημεία στα οποία θα μου επιτρέψεις να κάνω μια διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης. Θες να την ακούσεις ή θα συνεχίσεις να χοροπηδάς με κύκλους γύρω γύρω από το σημείο της δολοφονίας;»

Συνεχίζεται...


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Έγκλημα στην Τζατζουφιά -3-

Κεφ 3. O Φύλακας Στη Σίκαλη

Ποιος είπε ότι στην φυλακή περνάη γρήγορα ο καιρός; Η νύχτα έπεσε βαριά κε κουρασμένη κε εγώ μέσα στο κελί μου είχα χαράξει ήδη 300 γραμμές, μία δια κάθε το κάθε λεπτό που περνούσε. Στο τέλος, όταν όλα τα φώτα είχανε σβήση, μείνανε μόνο ο μισοκοιμισμένος φύλακας της αστυνομίας, μια λάμπα να φωτίζη νωχελικά τον δρόμο κε ένας θάμνος ακριβώς από κάτω της που προχωρούσε συρτά προς την είσοδον του αστυνομικού τμήματος. Ακολουθή ο παρακάτω διάλογος μεταξύ φύλακα κε θάμνου:
«Αλτ! Τοις Ει;»
«Μην δίνετε σημασία. Είμαι ένας απλός θάμνος από σίκαλη που ως συνήθως κάνω αμέριμνος την βόλτα μου βράδυ μέσα στα αστυνομικά τμήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πάω να ελευθερώσω τον δόκτορα.»
«Και γιατί δεν σε έχω ξαναδεί;»
«Ηλίθιος είσαι; Αφού τόσο καιρό έλειπα έξω! Με είχαν καλέσει στη Ισπανία σε ένα σεμινάριο Θάμνων. Και μη ρωτήσεις γιατί. Κάποιος έπρεπε να εκπροσωπήσει τους θάμνους σας στο εξωτερικό!»
«Ε…έχετε δίκιο. Με συγχωρείτε, περάστε!», είπε πελαγωμένα ο φύλακας στη σίκαλη.

 Πρέπη να ομολογήσω τελικά πώς ο αδερφός μου ΕΙΝΑΙ μια παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα! Πως αλλιώς να εξηγήσω το πετυχημένο τρόπο απόδρασης που μου ετοίμασε; Αρχικά ξεκλείδωσε το κελί με ένα αντικλείδι κατασκευασμένο από σαπούνι. (Το αιτιολογικό της κατασκευής του ήταν ότι το κλειδί που βρισκόταν στο συρτάρι της αστυνομίας μπορή να ήταν ελαττωματικό κε να μην ξεκλείδωνε). Έπειτα έβγαλε από τις τσέπες του ένα τεράστιο αριθμό από ροζ τσίχλες που αφού τις μάσησε, έφτιαξε ένα ομοίωμα του κεφαλιού μου (χρησιμοποιώντας τρίχες από πολλές οδοντόβουρτσες που επίσης είχε μαζί του)  το οποίο αντικατέστησε την θέση μου. Τέλος, με έντυσε καμήλα. Έτσι βγήκαμε από το Τμήμα σφυρίζοντας αδιάφορα. Όσο το είχε ψάξη εις το διαδίκτυο, δεν υπήρχε πουθενά κάποιος νόμος που να απαγόρευε σε μια καμήλα κε ένα θάμνο από σίκαλη την έξοδό τους από τα αστυνομικά τμήματα στις 12 η ώρα τη νύχτα. Μεγαλοφυΐα σας λέγω! 



«Σου την στήσανε, Μακλέιν!» , μου είπε υπό το σεληνόφως μακριά πλέον από το αστυνομικό τμήμα κε εγώ δεν του έκανα παρατήρηση δια την προσφώνησιν. Μετά από αυτή την απόδρασις  το να με αποκαλέση «Μακλέιν» ο αδερφός μου, φάνηκε ότι πιο λογικό.
«Μπορή να κρύβετω ο ορκισμένος μου εχθρός κε τέκνον μου, ο Μπούχλερ;»
«Όχι. Το ερεύνησα. Είναι ακόμα τιμωρημένος από την μάνα του. Δεν μπορεί να βγει από το σπίτι, αν δεν τελειώσει τα μαθήματα του.»
«Χάσαμε την ευκολήν λύσιν, λοιπόν. Αλλά ποιος άλλος να ήθελε το κακό μου;»
«Νομίζω πως χρειάζεται έρευνα. Αλλά πρώτα σου χρειάζονται καινούρια ρούχα», είπε δίνοντας μου μια  καμπαρντίνα κε ένα καπέλο.
«Τι είναι αυτά;»
«Μην ξεχνάς ότι είσαι καταζητούμενος και η μούρη σου είναι πολύ γνωστή στη Τζατζουφιά. Θα περνάς πιο απαρατήρητος αν νομίζουν όλοι ότι είσαι ο Χόμφρευ Μπόγκαρντ!»

Συνεχίζεται...


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Έγκλημα στην Τζατζουφιά -2-

Κεφ 2. Εγκλημα κε Τιμωρία

 Φυσικά η είδησις της συλλήψεως μου, δηλαδή του Πρωθυπουργού της Τζατζουφιάς δια φόνο εκ προ ομελέτης απασχόλησε όχι μόνον τον ντόπιο κε ξένο Τύπο, μα κε τον φρέσκο κε κατεψυγμένο. Έξω από το αστυνομικό τμήμα της Τζατζουφιάς που βρισκόμουν προφυλακισμένος,  πλήθος εξαγριωμένων κατοίκων κράδαιναν πανό τα οποία γράφανε «ΚΑΨΤΕ ΤΟΝ». Κάποια άλλα «ΣΟΥΒΛΙΣΤΕ ΤΟΝ». Τέλος υπήρχαν κι αυτά που γράφανε «ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ. ΚΡΕΜΑΣΤΕ ΤΟΝ.  ΕΝΑ ΣΚΟΙΝΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΑΠ ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ Ή ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΥΒΛΑ.»

 Όμως εγώ ήμουν αθώος. Μόνο που δεν μπορούσε να αποδειχθή το άλλοθι μου. Την ώρα που έγινε ο φόνος, τα Φλατζάκια ήταν στο σχολείο, η Κυρα-Φλάντζενα στην παιδική της φίλη Σαχλί Ντε Φορμόλ δια Κουμ Καν κε Πρέφα κε εγώ εις το σπίτι να παίζω σκάκι με τον  κο Λεό. Αν κε ο τελευταίος μιλάη αρκετά καλά την τζατζουφική, η μαρτυρία του δεν μπορή να ευσταθή υπέρ μου λόγω του ότι είναι παπαγάλος. Στο κουτί με τις σκαλιστές οδοντογλυφίδες του Ναπολέοντα που άνηκαν στο θύμα κε βρέθηκαν σπίτι μου, υπήρχαν μόνο τα δικά μου αποτυπώματα. Τέλος, η μαρτυρία του Επιθεωρητή Μουσκεμένου πως με συνέλαβε την ώρα που καθάριζα το σπαθί μου ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την υποψία την ενοχής μου μιας κε το όπλο με το οποίο έγινε ο φόνος του Κόμη Ασετόν Κρουτόν ήταν ένα ξίφος. 
 Τον Κόμη τον ήξερα μόνον από κάποιους πλειστηριασμούς έργων τέχνης. Μάλισθα δυο τρεις φορές παραλίγο να βρεθούμε στα χέρια.  Ο τρόπος με τον οποίο είχε κερδίση το μουστάκι του  Καραΐσκάκη  ήταν απαράδεκτος κε είχα κάνη αρκετή φασαρία τότες. Υπάρχουν δηλαδή αρκετοί μάρτυρες  να επιβεβαιώσουν πως εμείς οι δύο δεν τα πηγαίναμε κε τόσο καλά. Την είχα πουτσίση, να το πω λαϊκά.


 Την  ώραν τα σκεπτόμουν όλα αυτά βλέπω να πέφτη απ το παράθυρο ένα μικρό δέμα τυλιγμένο σε μια κόλλα χαρτί. Ξετυλίγοντας το, βλέπω ένα μικρό mp3 player με ακουστικά. «ΒαλΕ Τα ΑΚΟΥστοικΑ ΚαιΠΑτΑ ΤΟ PL3Y» έγραφε στο χαρτί. Κε δεν χρειάστηκε να είμαι γραφολόγος δια να καταλάβω πώς ήταν από τον αδερφό μου.
Στην αρχή ομολογουμένως δεν κατάφερα να ακούσω τι υπήρχε γραμμένο σε εκείνο το mp3. Σαν  ηχητικά  αποσπάσματα άσχετων τραγουδιών που δεν κόλλαγαν μουσικά ή μελωδικά μεταξύ τους. Έπρεπε να το ακούσω πολλές φορές δια να καταλάβω πως ο Σόλων  είχε ενώσει  λέξεις τραγουδιών ώσθε να βγή η παρακάτω πρότασις:
«ΞΕΡΩ ΟΤΙ-ΕΙΣΑΙ-ΑΘΩΟΣ-σινανάι-γιάβρουμ-σινανάι-νάι- ΟΠΩΣ-ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ-ΜΕ ΕΧΕΙΣ-ΛΕΥΤΕΡΩΣΕΙ- ΣΤΟ-ΠΑΡΕΛΘΟΝ-ΤΟ ΙΔΙΟ-ΘΑ-ΚΑΝΩ-ΚΑΙ-ΕΓΩΩΩ- σινανάι-γιάβρουμ-σινανάι-νάι-ΠΕΡΙΜΕ-ΝΕ-ΜΕΧΡΙ ΤΟ-ΒΡΑΔΥΥΥΥ-ΠΟΥ-ΘΑ-ΝΥΧΤΩΣΕΙ-ΝΑ-ΣΕ-ΒΓΑΛΩ-ΕΞΩ- σινανάι-γιάβρουμ-σινανάι-νάι-ΕΝΑΣ-ΦΙΛΟΣ-ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ-ΤΟ-ΚΑΛΟ-ΣΟΥΟΥΟΥ- σινανάι-γιάβρουμ-σινανάι-νάι.»

 Τελικά τον είχα παρεξηγήση. Μπορή να καταλάβη την σοβαρότητα κάποιων πραγμάτων ακόμα κε με τον μοναδικόν του τρόπο.  Οπότες έμεναν λίγες ώρες δια να φτάση το βράδυ κε μια ολόκληρη ζωή δια να καταλάβω αν ο αδερφός μου είναι μια παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα ή απλά ένας μουρλός. Όπερ έδει βήξε.

Συνεχίζεται...





Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Έγκλημα στην Τζατζουφιά -1-

Κεφ 1. Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση

 Ήταν μια κρύα βροχερή νύχτα. Οι σταγόνες που έπεφταν στο τζάμι της οικίας μου έμοιαζαν με την χυλόπιτα που θα έριχνε η Άννα Βίσση σε έναν πρωτάρη που δεν έχη ακούση ακόμα τα τραγούδια της. Είχα αράξει μπροστά στο τζάκι καθαρίζοντας το σπαθί μου με τον κο Λεώ κουρνιασμένο στον ώμο μου κε τον Πανούλη διπλωμένο στα πόδια όταν άκουσα ξαφνικά τον βαρύ ήχο της πόρτας να χτυπάη τρεις φορές. Μετά άλλες τρεις, στην συνέχεια άλλες δύο μέχρι που θυμήθηκε οτι μπορή να χρησιμοποιήση το κουδούνι, το οποίο δια αυτό το λόγο είχε εφευρεθή από την πρώτη στιγμήν. 

 Στην πόρτα, ο Επιθεωρητής Αστυνομίας της Τζατζουφιας Μουσκεμένος, μουσκεμένος ως το κοκκαλο με κοιτούσε άγρια κάτω από το μουστάκι του. Έπειτα, θυμήθηκε προφανώς οτι είχε έρθη επισήμως κε ξανάβαλε το μουστάκι στην αρχική του θέση. 

«Συμβαίνη κάτι Επιθεωρητά Μουσκεμένε ώσθε να επιμένετε να μου χτυπάτε την πόρτα μου στις δύο, ώραν νυχτερινήν; Οποίος ο λόγος αυτής της απροσδόκητης επισκέψεως;»
«Φοβούμαι πως δεν πρόκειται απλώς για μια επίσκεψη, Δρ.Φλάντζα. Βρίσκομαι εδώ να συλλάβω εσάς και το σπαθί σας για τον φόνο του Κόμη Ασετόν Κρουτόν .» 
«Ο γνωστός συλλέκτης έργων τέχνης της Τζατζουφιάς εδολοφoνήθη; Πώς; Πότε;»
«Νομίζω πως εσείς ξέρετε καλύτερα απο τον καθένα, δόκτορα μιας και κρατάτε ακόμα στα χέρια σας το όπλο του εγκλήματος», είπε ο Επιθεωρητής δείχνοντας το σπαθί μου. «Είμαι σίγουρος πως στην μικρή έρευνα που θα κάνουμε σπίτι σας θα βρούμε και την σπάνια συλλογή οδοντογλυφίδων του Ναπολέοντα που εκλάπησαν από το θύμα.» 
 «Μια θήκη με οδοντογλυφίδες σκαλισμένες στο χέρι, βρέθηκε στο γραμματοκιβώτιο μου σήμερα το πρωί, Επιθεωρητή», προθυμοποιήθηκα να πω δείχνοντας το μαύρο γυαλιστερό κουτάκι πάνω στο γραφείο μου. «Χωρίς αποστολέα.»
«Και γιατί δεν το δηλώσατε στην αστυνομία;» 
«Τις οδοντογλυφίδες;», μου ξέφυγε ένα μικρό γελάκι που δεν άρεσε καθόλου στον Επιθεωρητή. «Νόμιζα πως ήταν δώρο ανώνυμου θαυμαστή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μου στέλνουν κάθε μέρα στο γραμματοκιβώτιο. Εξαιρώντας τα διαφημιστικά δια επιμηκυντές πέους ή τα Θέλετε Να Αδυνατίσετε Γρήγορα και Εύκολα
«Σας έρχονται διαφημιστικά επιμηκυντών πέους;» ρώτησε με κάποιο παράπονο ο Επιθεωρητής. «Εμένα γιατί δεν έρχονται;»

Έπειτα μάλλον ξαναθυμήθηκε πως είχε έρθη εδώ επισήμως κε ίσως δεν έπρεπε να μου εκμυστηρευτή το παράπονο του, οπότε ξαναπαίρνοντας το αυστηρό του ύφος , λέη περνώντας μου  χειροπέδας. «Δόκτορα Φλάντζα θα πρέπει να με ακολουθήστε στο Τμήμα» 

Συνεχίζεται...

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Το σωστό να λέγεται!

Είναι πάσης φύσεως γνωστόν πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απομονώνοντας μιαν φράσιν από την πλήρη πρότασις ενός πολιτικού (*) μπορούν να αλλάξουν τα λεγόμενα του κε  άντε μετά επι παραδείγματος να αποδείξης οτι ο Στουρνάρας είναι κανονικός άνθρωπος κε ουχί νυφίτσα των καρτούν! Φτάνη όμως εις την ασύδοτην παραπληροφόρησιν! Στο ιστολόγιον τούτο θα μάθομεν την αλήθειαν, πώς δηλαδή ήταν η πλήρης πρότασις σε μίαν συλλογίν από τις πιο γνωστές που άφησαν ιστορία.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ: ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΜΑΛΑΚΑ

 "Σκέφτηκα μια συνταγή για πίτσα η οποία είναι και γαμώ! Το κεφάλι μου μαλάκα, είναι γεμάτο φοβερές ιδέες!"

ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ: ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

 "Υπάρχουν ακόμα εκείνα τα εκλεράκια ή τα φάγαμε;  Όλοι μαζί αν φωνάζετε παιδιά, δεν θα μπορέσω να σας καταλάβω! Ένας ένας!"

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

 "Στο διάολο! Χάθηκε το πορτοφόλι με όλα μου τα λεφτά! Υπάρχουν ένα σωρό κάρτες που πρέπει να ακυρωθούν τώρα!"

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ: ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ

 "Δυνατότερο βιβλίο από αυτό, ομολογώ πως δεν διάβασα! Το Μνημόνιο μου άνοιξε τα μάτια"

ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ: ΕΧΩ ΠΗΔΗΞΕΙ ΤΗ ΜΙΣΗ ΑΘΗΝΑ

"Ξέρεις πόσα εμπόδια κατάφερα και έχω πηδήξει; Τη μισή Αθήνα αν ρωτήσεις θα σου πούνε πόσο καλός αθλητής ήμουνα!"

ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ: ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ

 "Τα έντερα του Πακιστανού σου έχω πει  να τα ξεκοιλιάζεις με μαχαίρι και όχι με αυτά τα χέρια! Είναι καθαρά θέμα υγιεινής"

(*) Ως χάριν μαύρου χιούμορ περιλαμβάνω τον Μιχαλολιάκο εις τους "πολιτικούς". Οι συνειδητοποιημένοι ανανώσται μου που καταλαβαίνουν τι εννοώ, ας με συχωρέσουν.